- κριτίς
- κριτίς, -ίδος, ἡ (Α) [κριτής](θηλ. τού κριτής) αυτή που έχει την ικανότητα να διακρίνει κάτι («ἡ γὰρ φαντασία κριτὶς τῶν κατ' ἀρετὴν πράξεων», Αλεξ. Αφρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ԴԱՏՈՒՀԻ — (հւոյ.) NBH 1 0602 Chronological Sequence: Early classical գ. κριτίς Կին դատաւորի. եւ Կին դատաւոր նստեալ. *Կին դատաւորին անուանի դատուհի. Կանոն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)